παραβολευομαι

παραβολευομαι
    παραβολεύομαι
    παρα-βολεύομαι
    подвергаться опасности, рисковать
    

(τῇ ψυχῇ ντ)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παραβολευομαι" в других словарях:

  • παραβολεύομαι — και δ. γρφ. παραβουλεύομαι Α [παράβολος] αποτολμώ, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω …   Dictionary of Greek

  • παραβολευθείσης — παραβολεύομαι venture aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολευσάμενος — παραβολεύομαι venture aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολεύεσθαι — παραβολεύομαι venture pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβουλεύομαι — Α (δ. γρφ.) βλ. παραβολευομαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»